- ἐπιτρεπτέον
- ἐπιτρεπτέονone must commitmasc acc sgἐπιτρεπτέονone must commitneut nom/voc/acc sgἐπιτρεπτέοςmasc/fem acc sgἐπιτρεπτέοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιτρεπτέα — ἐπιτρεπτέον one must commit neut nom/voc/acc pl ἐπιτρεπτέᾱ , ἐπιτρεπτέον one must commit fem nom/voc/acc dual ἐπιτρεπτέᾱ , ἐπιτρεπτέον one must commit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐπιτρεπτέος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήφω — (Α νήφω και δωρ. τ. νάφω) 1. είμαι εγκρατής στο κρασί, απέχω από το κρασί, είμαι νηφάλιος, ξεμέθυστος («εἶεν δή, ἄνδρες δοκεῑτε γάρ μοι νήφειν οὐκ ἐπιτρεπτέον ὑμῑν, ἀλλὰ ποτέον», Πλάτ.) 2. μτφ. έχω πνευματική διαύγεια, είμαι ψύχραιμος, ήρεμος αρχ … Dictionary of Greek